- χρηστήριος
- -ία, -ον, θηλ. και -ος, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.)2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστήρια(με ή χωρίς τη λ. σκεύη) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήριος (πρβλ. πιεσ-τήριος), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.